- δυνάστευμα
- το (AM δυνάστευμα) [δυναστεύω]νεοελλ.καταδυνάστευση, δεσποτείααρχ.1. η αποδοτικότητα ενός τόπου σε φυσικό πλούτο2. οι φυσικοί πόροι ενός τόπου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυναστεύματα — δυνάστευμα natural resources neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)